ΕΚΔΗΛΩΣΗ 13-5-2015

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ  ΟΣΣΑ

Την Τετάρτη 13 Μαΐου 2015 η Ομοσπονδία Σερραϊκών Συλλόγων Αττικής (ΟΣΣΑ) οργάνωσε διάλεξη στη Αίθουσα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ. Ομιλήτρια ήταν η Κυρία Σόφη Παπαγεωργίου πρώην Υποδιευθύντρια της ΓΕΝΑΔΕΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ και το θέμα της ομιλίας «Ο ΛΕΟΝΤΑΣ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ». Η Κυρία Παπαγεωργίου παρουσίασε το ιστορικό της αποκατάστασης και αναστήλωσης του Μνημείου του Λέοντος της Αμφίπολης μέσα από την εξιστόρηση του Βιβλίου του  Oscar Broneer και τυπώθηκε  το 1941 από το Harvard University Press.

Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες του Δ.Σ του ΟΣΣΑ προς την ομιλήτρια κ. Σόφη Παπαγεωργίου για το χρόνο που διέθεσε, ώστε να μας κάνει γνώστες της περιπέτειας που συνδέεται με την αναστήλωση αυτού του σημαντικού μνημείου, που κοσμεί το Νομό Σερρών. Επίσης ευχαριστούμε την Μακεδονική Εστία για τη διάθεση της Αίθουσας για την πραγματοποίηση της διάλεξης και όλους τους ακροατές που παρακολούθησαν την παρακολούθησαν.

Για όσους δεν είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν τη διάλεξη, παραθέτουμε το κείμενο της ομιλίας. Επίσης επισυνάπτουμε και την επιστολή-χαιρετισμό της Υφυπουργού Εσωτερικών & Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Μακεδονίας-Θράκης) Κυρίας Μαρίας Κόλια –Τσαρουχά στην οποία διακρίνεται το ενδιαφέρον της για τα όσα πολιτιστικά συμβαίνουν στην περιοχή.

Ο Πρόεδρος της ΟΣΣΑ

Μιλτιάδης Ι. Καραγιάννης

(Ομότ. Καθηγητής Πανεπιστημίου)

 

 

 

 

                               Ο Λέοντας της Αμφίπολης.

Σήμερα σας παρουσιάζω ένα, σπάνιο, όχι όμως πολύ παλιό, 70 μόλις σελίδων βιβλίο. Είναι The Lion Monument at Amphipolis. Τυπώθηκε  το 1941, εποχή δύσκολη για την Ελλάδα, από το Harvard University Press και συγγραφέας είναι ο Oscar Broneer, αρχαιολόγος, μέλος της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, στην Αθήνα (στην οποία ανήκει και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη). Ο Λέοντας της Αμφίπολης έχει ύψος  5.30μ. και κάθεται στα δύο πίσω πόδια.  Αποτελεί ένα εξαιρετικά σημαντικό μνημείο του 4ου αιώνα π.Χ. που κατασκευάστηκε για να εκφραστεί η δύναμη και η σημασία της Αμφίπολης.

Η Αμφίπολη τον τελευταίο καιρό βρίσκεται σχεδόν καθημερινά στην επικαιρότητα, έτσι και η μονογραφία του Oscar Broneer, η οποία πραγματεύεται το χρονικό της ανεύρεσης των μαρμάρινων θραυσμάτων του λέοντα και της αναστήλωσης του το 1937, νομίζω ότι είναι πολύ επίκαιρη. Το μνημείο ήταν τοποθετημένο αρχικά ίσως ή μάλλον στην κορυφή του λόφου Καστά,  διότι εκεί βρέθηκαν  θραύσματα μαρμάρου που υποδηλώνουν την ύπαρξη μεγάλου μνημείου.  Για την ταυτότητα του νεκρού προς τιμήν του οποίου ανεγέρθηκε το μνημείο έγιναν πολλές υποθέσεις, μία απ΄αυτές  ήταν ότι ίσως ήταν του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό βέβαια δεν ισχύει, ξέρουμε ότι ο Αλέξανδρος θάφτηκε στο Σεραπείο. Το Σεραπείο ήταν  ναός στην Αλεξάνδρεια αφιερωμένος στον ελληνοαιγυπτιακό θεό Σέραπι, τον οποίον οι Χριστιανοί κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τον 4ο αιώνα μ.Χ.  μαζί με πολλά άλλα σημαντικά κτίρια, όπως το περίφημο Μουσείο και  την  Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.

H ιστορία μας αρχίζει την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13, όταν Έλληνες στρατιώτες κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων στην περιοχή, στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα,   γνωστή ως Μάρμαρα, βρήκαν τα θεμέλια της βάσης και  θραύσματα από το σώμα του λιονταριού,  γεγονός που ανέφεραν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Δύο αρχαιολόγοι, ο Γεώργιος Οικονόμου και ο Αναστάσιος Ορλάνδος ανέλαβαν να καθαρίσουν και να ερευνήσουν την περιοχή, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις έβαλαν τέλος στις αναζητήσεις τους. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1916 Βρετανοί στρατιώτες που είχαν σταλεί στην περιοχή,  σε μία ανάπαυλα των πολεμικών επιχειρήσεων έφεραν στο φώς θραύσματα του μνημείου και μαρμάρινα κομμάτια του ίδιου του λιονταριού. Ενώ προσπαθούσαν να τα πάρουν μαζί τους και να τα κατεβάσουν στο λιμάνι για να τα φορτώσουν σε πλοία και από εκεί  να τα μεταφέρουν στη Μ. Βρετανία, οι βομβαρδισμοί των εχθρών και οι επιδρομές  των Βουλγάρων από βορρά  έβαλαν τέλος στα σχέδιά τους. Μετά το τέλος των  πολέμων και επειδή η περιοχή φαινόταν μακρινή και χωρίς ιδιαίτερο αρχαιολογικό  ενδιαφέρον οι αρχαιολόγοι άργησαν να επανέλθουν εκεί.Συνέβη όμως κάτι μαγικό θα έλεγα. Το 1929, και ενώ κομμάτια και θραύσματα μαρμάρου βρίσκονταν σκορπισμένα στην περιοχή, η Ελληνική Κυβέρνηση συνήψε συμβόλαιο πολλών εκατομμυρίων  δολαρίων με την Αμερικανική κατασκευαστική εταιρεία Monks-Ulen Co. , για την αποξήρανση της πεδιάδας των Σερρών και της Δράμας, την κατασκευή δρόμων και γεφυρών και την αποξήρανση μεγάλου μέρους της κοίτης του ποταμού Στρυμόνα που συχνά πλημμύριζε προκαλώντας μεγάλες ζημιές στις καλλιέργειες.  Στη διάρκεια των εργασιών ήρθαν στο φως σκόρπια κομμάτια του μνημείου, που χωρίς την πραγματοποίηση αυτού του μεγαλόπνοου έργου θα έμεναν κρυμμένα πιθανόν για πάντα, κάτω από πέτρες, χώματα και θάμνους της περιοχής.  Οι εργάτες νόμιζαν ότι τα μαρμάρινα κομμάτια προέρχονταν από κάποια αρχαία γέφυρα που επαναχρησιμοποιήθηκαν κατά τη βυζαντινή εποχή , έτσι περίπου 60 από τα μεγάλα κομμάτια τα μετέφεραν περίπου 60 χιλιόμετρα προς βορράν για να χρησιμοποιηθούν για κάποιο άλλο έργο, ίσως φράγμα της Ulen, ευτυχώς όμως έμειναν αχρησιμοποίητα.  Δύο όμως από τους ανωτέρους μηχανικούς   τόσο εκστασιάστηκαν με τα μαρμάρινα ευρήματα που το  1932 πρότειναν στον Αμερικανό πρέσβη στην Ελλάδα  Lincoln MacVeagh  να βοηθήσει   να γίνει μία  επανασύνδεση των θραυσμάτων με απώτερο σκοπό την ανακατασκευή του μνημείου. Ο LMacVeagh,  ήταν ερασιτέχνης και εραστής της αρχαιολογίας και των κλασικών σπουδών. Μέσα στα πλαίσια των ενδιαφερόντων του ήταν και τα ταξίδια για να γνωρίσει την Ελλάδα. Όταν έμαθε για τα κατάλοιπα στην Αμφίπολη   ξεκίνησε μία εκστρατεία για την ανεύρεση πόρων. Τύπωσε ένα φυλλάδιο έκκληση ζητώντας δωρεές¨: «Τhe Lion of Amphipolis: a plea for reconstruction” . Η έκκληση βρήκε πρόθυμους χορηγούς  σε Έλληνες  και Αμερικανούς , ανάμεσα σ’αυτούς  ήταν και η Eleanor Roosvelt,  φίλη των MacVeagh. Τυπώθηκε μάλιστα και λίστα των δωρητών όπου ανάμεσα σε γνωστά ονόματα Ελλήνων επιχειρηματιών συγκαταλέγεται και το όνομα του Κωστή Παλαμά. Η Αρχαιολογική Εταιρεία στην Αθήνα έκανε τον MacVeagh  επίτιμο μέλος της σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο σκοπό για την ανακατασκευή του μνημείου.

          Πρώτη ενέργεια ήταν να βρεθούν εργάτες για την ανασκαφή του χώρου για την ανεύρεση και νέων θραυσμάτων του μνημείου, με την ελπίδα εντοπισμού στοιχείων για τη χρονολόγησή του. Χρειάστηκε επίσης να αγοραστεί το οικόπεδο, μέσα στο οποίο βρίσκονταν όλα τα  κατάλοιπα και το οποίο ήταν ιδιωτικό. Όταν τα χρήματα για όλες αυτές τις ενέργειες εξασφαλίστηκαν οι δύο αρχαιολογικές σχολές, η Γαλλική και η Αμερικανική, ανέλαβαν την όλη επιχείρηση, με την έγκριση πάντα της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Τον Ιούνιο 1936, επί 10 μέρες, συνεργεία ανέσκαπταν  το χώρο, ενώ τους εργάτες και τα καταλύματα μαζί με τα μηχανήματα τα διέθεσε η Monks-Ulen.  Μετά τη λήξη των ανασκαφών, τον Ιούνιο 1936, άρχισε η εργασία της αναστήλωσης, την οποίαν ανέλαβε κατά κύριο λόγο ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης. Πέρα από τις δικές του υποχρεώσεις στο  Πολυτεχνείο και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1936 αφιέρωσε το χρόνο του στην Αμφίπολη, έχοντας τη βοήθεια έμπειρων τεχνιτών για την κατασκευή γύψινων εκμαγείων, πράγμα που βοήθησε πολύ στο στήσιμο του μνημείου. Ευτυχώς η ύπαρξη ενός σχετικά παράλληλου λιονταριού, αυτού της Χαιρώνειας, με την  ίδια στάση και περίπου της ίδιας σχεδόν εποχής , βοήθησε πολύ στην τελική διαμόρφωση του λέοντα της Αμφίπολης.

          Το μνημείο όπως το βλέπει κανείς σήμερα, δηλαδή ένα λιοντάρι καθισμένο σε μία βάση, δεν ήταν αρχικά έτσι. Ήταν διαφορετικό και πολύ πιο εντυπωσιακό. Ανάμεσα στα θραύσματα είχε βρεθεί ένα μικρό κιονόκρανο και ένας ημικίονας καθώς και μερικά κομμάτια από περισσότερα κιονόκρανα και ημικίονες.  Αυτά τα κομμάτια δείχνουν ότι υπήρχε μία πιο πολύπλοκη κατασκευή, που ο Broneer τη φαντάστηκε και τη σχεδίασε ως εξής: υπήρχε δηλαδή ένα κρηπίδωμα  πάνω στο οποίο στέκονταν οι ημικίονες, ανάμεσα στους οποίους  υπήρχαν μαρμάρινες πλάκες  που σχημάτιζαν ένα είδος τοίχου. Με την κατασκευή αυτή σχηματιζόταν θάλαμος μέσα στον οποίον  τοποθετούνταν ίσως ο νεκρός ή μπορεί να ήταν και κενοτάφιο. Επάνω από αυτήν τη σκεπασμένη αίθουσα θα υπήρχε σειρά από σκαλοπάτια  πυραμοειδώς  τοποθετημένα, στο τέλος των οποίων βρισκόταν η βάση επάνω στην οποία καθόταν ο λέοντας. Εδώ πρέπει να πούμε ότι αυτού του τύπου μνημεία δηλαδή μαυσωλεία, δεν ήταν κοινά στη Μακεδονία, περισσότερο τα συναντούμε σε πόλεις της Μ. Ασίας. Αντίθετα στη Μακεδονία ο κοινός τύπος τάφου στο τέλος 4ου ή αρχές 3ου αιώνα είναι ένας θάλαμος, συχνά διακοσμημένος με ψηφιδωτά, χρυσό, ασήμι, ανάκλιντρα και θρόνους, κρυμένος κάτω από μία χωμάτινη τούμπα. Τέτοιος τάφος είναι π.χ. ο τάφος του Φιλίππου στις Αιγές και ίσως και ο νεοανακαλυφθείς  τάφος της Αμφίπολης. Κατασκευή νέου τύπου ταφικού μνημείου θα πρέπει να έγινε με επιρροές από άλλους τόπους. Στη δική μας περίπτωση το μέρος που μπορεί να συνδέεται με τον κόσμο της Μακεδονίας είναι η Ιωνία..

Για ποιόν έγινε το μνημείο; Αρχικά θεωρήθηκε ότι έγινε για τον Βρασίδα, το στρατηγό των Σπαρτιατών. Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε για λίγο στην Ιστορία του Θουκυδίδη, την ιστορία δηλαδή του πολέμου των Αθηναίων εναντίον των Σπαρτιατών. Το 436 π.Χ. οι Αθηναίοι ήλθαν στη Μακεδονία και ίδρυσαν αποικία με μία σημαντική πόλη που ονόμασαν Εννέα Οδοί, που γρήγορα μετονομάστηκε σε Αμφίπολη, επειδή ο Στρυμόνας κυλάει από τις δύο πλευρές της πόλης  και την αγκαλιάζει. Εναντίον αυτής της πόλης βάδισε ο Βρασίδας και την κυρίευσε μαζί με την γύρω περιοχή. Οι Αμφιπολίτες ζήτησαν τότε βοήθεια από τον Θουκυδίδη που βρισκόταν κάπου στη Μακεδονία, απέναντι περίπου από τη Θάσο. Ο Βρασίδας φοβούμενος την βοήθεια που θα έφερνε ο Θουκυδίδης έκανε δελεαστικές προτάσεις στους Αμφιπολίτες, οι οποίοι  στράφηκαν στον Βρασίδα και του παρέδωσαν την πόλη. Το 422 π.Χ. σε μια μάχη σκοτώθηκε ο Βρασίδας και η Αμφίπολη έπεσε στα χέρια των Σπαρτιατών.  Μάλιστα ο Θουκυδίδης θεωρήθηκε υπαίτιος για την απώλεια της Αμφίπολης και έμεινε εκεί εξόριστος για 20 χρόνια, μέχρι σχεδόν το θάνατό του. Αυτά όλα συνέβησαν περίπου στα μέσα  και προς το τέλος του 5ου αιώνα, αλλά το μνημείο από τα αρχαιολογικά δεδομένα δεν μπορεί να έγινε παρά μόνο προς το τέλος του 4ου αιώνα ή αρχές του 3ου. Δεν ήταν λοιπόν δυνατόν να τιμηθεί ο Βρασίδας περισσότερο από εκατό χρόνια αργότερα, αφού εντωμεταξύ η Αμφίπολη είχε γίνει μέρος του Μακεδονικού βασιλείου.

Η Αμφίπολη ήρθε πάλι στην επιφάνεια όταν άρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αθήνας και του Φιλίππου. Το 358 π.Χ. ο Φίλιππος αναγνώρισε αρχικά τις απαιτήσεις της Αθήνας για την Αμφίπολη, αλλά τον επόμενο χρόνο άρχισε να ετοιμάζεται για την πολιορκία της πόλης. Οι Αμφιπολίτες ζήτησαν τη βοήθεια της Αθήνας, αλλά η Αθήνα δεν ήταν πιά σε θέση να τους βοηθήσει, έτσι η πόλη κυριεύτηκε από τον Φίλιππο και από τότε έγινε μέρος του Μακεδονικού βασιλείου. Μάλιστα λίγα χρόνια αργότερα η Αμφίπολη έπαιξε σημαντικό ρόλο στις επιχειρήσεις του Αλεξάνδρου  και  απετέλεσε σημαντική βάση και κέντρο ναυπήγησης πλοίων για την εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ασία. Από την Αμφίπολη κατάγονταν τρεις από τους πιο σημαντικούς ναυάρχους στην εκστρατεία προς ανατολάς: ο Νέαρχος, ο Ανδροσθένης και ο Λαομέδων.

Παρατηρώντας το διπλό χαρακτήρα του μνημείου ως τάφου επιφανούς ατόμου και συγχρόνως ως πολεμικού μνημείου με χρονολόγηση προς το τέλος του 4ου ή αρχές 3ου αιώνα, είνα φυσικό και λογικό να υποθέσουμε ότι αφού δεν έγινε για τον Αλέξανδρο, το πρόσωπο που τιμήθηκε με το εντυπωσιακό αυτό μνημείο θα πρέπει να ήταν  ένας επιφανής σύντροφος του Αλέξανδρου . Ίσως με το μνημείο αυτό να τιμήθηκε ο Λαομέδων, ένας από τους τρείς σημαντικούς ναυάρχους του Αλέξανδρου. Ήταν στενός φίλος και έμπιστος υποστηρικτής του, ο οποίος εξορίστηκε από τον Φίλιππο μαζί με άλλους έμπιστους του Αλεξάνδρου, αλλά επανήλθε στα προηγούμενα αξιώματα μετά το θάνατο του Φιλίππου.  Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου πήρε τη σατραπεία της Συρίας όπου και πέθανε. Ο Λαομέδων με την οικογένειά του είχαν εγκατασταθεί στην Αμφίπολη, όταν έφυγαν από τη Μυτιλήνη από όπου κατάγονταν. Η οικογένειά του λοιπόν που θα είχε σχέσεις  με τη δυτική ακτή της Μ. Ασίας έφερε έναν γνωστό γλύπτη για να κατασκευάσει το μνημείο για τη σπουδαία αυτή προσωπικότητα που διέπρεψε μαζί με τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία στην Ασία. Θα ήταν μάταιο να επιμείνει κανείς για κάποιο άλλο υποθετικό πρόσωπο πέρα από το όνομα του Λαομέδοντος. Ίσως ένα ακόμη πρόσωπο ανάμεσα στις σπουδαίες προσωπικότητες που διακρίθηκαν στην εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ανατολή θα μπορούσε να είναι ο Νέαρχος, αλλά καθώς δεν βρέθηκαν επιγραφές δεν είναι δυνατόν να κάνουμε καμία άλλη υπόθεση.

Το μνημείο καταστράφηκε ή μάλλον το κατεδάφισαν αργότερα για να αφαιρέσουν τους μαρμάρινους όγκους και να τους χρησιμοποιήσουν κάπου αλλού. Οι ημικίονες  και τα κιονόκρανα δεν είχαν καμία χρήση έτσι απλά κατέπεσαν και καταστράφηκαν κατά τη διαδικασία της κατεδάφισης. Τα μαρμάρινα θραύσματα, άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα έμειναν εκεί που κατέπεσαν και έτσι μπόρεσαν με πολλή σκέψη και περισσότερη φαντασία να δόσουν στους αρχαιολόγους τη γενική εικόνα του λέοντα. Υπήρξαν ευτυχείς συμπτώσεις που σε πολλές περιπτώσεις ήταν πραγματικά δώρα. Π.χ. βρέθηκε μέρος της χαίτης και ένα μεγάλο κομμάτι από το επάνω μέρος του προσώπου με τα δύο μάτια  και αυτό προσδιόρισε το μέγεθος του κεφαλιού . Χωρίς αυτό, το πρόσωπο του λέοντα θα ήταν φανταστικό, χωρίς ίχνος πραγματικότητας.  Από τα πιο σημαντικά μέρη που έπρεπε να συμπληρωθούν και να αποκατασταθούν ήταν το πηγούνι και το κάτω σαγόνι διότι αν δεν γινόταν σωστή αποκατάσταση θα επηρεαζόταν η όλη έκφραση του προσώπου και μιά λανθασμένη τοποθέτηση θα επηρέαζε την αισθητική ποιότητα του όλου μνημείου. Πάλι όμως η τύχη έπαιξε σημαντικό ρόλο. Ένας από τους τεχνίτες-συνεργάτες του Παναγιωτάκη έπεσε πάνω σε ένα κομμάτι μάρμαρο που ήταν κρυμμένο ανάμεσα σε θάμνους και σε αρκετή απόσταση από τα υπόλοιπα  θραύσματα.  Αυτό το μικρό θραύσμα προερχόταν από τη δεξιά πλευρά της κάτω γνάθου  και αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμο για ν’ αποφασιστεί πόσο ανοιχτό θα ήταν το στόμα και ποιό σχήμα θα είχε το κάτω χείλος. Ένα άλλο σημείο στο οποίο ο γλύπτης έδοσε μεγάλη προσοχή ήταν τα πόδια του ζώου. Τα μπροστινά πόδια κανονικά δεν θα μπορούσαν να συγκρατήσουν ένα τόσο  μεγάλο κεφάλι, ενώ η ράχη δεν θα έμοιαζε να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Έκανε λοιπόν τα μπροστινά πόδια πολύ πιό ογκώδη σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα. Επίσης ελάττωσε το μήκος του σώματος για να αποδώσει την κλίση της ράχης πού σχηματίζεται από μία τέτοια σχεδόν όρθια στάση. Σε πολλές περιπτώσεις  επίσης τα μέρη που έλειπαν μπορούσαν  να συμπληρωθούν  από τα αντίστοιχα μέρη της αντίθετης πλευράς. Μεγάλη βοήθεια έδωσε τότε το λιοντάρι της  Χαιρώνειας,  με την ίδια στάση και της ίδιας περίπου εποχής. Γενικά από τα ουσιώδη μέρη του λέοντα δεν έλειπε κανένα και έτσι η αποκατάσταση έγινε σωστά.

Πριν όμως από την κατασκευή του λιονταριού έπρεπε να γίνει η βάση και το ύψος της έπρεπε να είναι μεγαλύτερο από αυτό του λέοντα για να υπάρχουν οι σωστές αναλογίες ως προς ολόκληρη την κατασκευή. Το υλικό για την κατασκευή της βάσης προήλθε από μεγάλα κομμάτια που ήρθαν στην επιφάνεια κατά την εκσκαφή της κοίτης του ποταμού και που προέρχονταν μάλλον από μία γέφυρα που είχε κατασκευαστεί κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Με την άδεια της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας χρησιμοποιήθηκαν μεγάλοι κύβοι με ομοιόμορφη εμφάνιση και διαστάσεις για την επένδυση τσιμεντένιου όγκου που χρησιμοποιήθηκε στο εσωτερικό της βάσης. Επάνω στη βάση αυτή τοποθετήθηκε ο Λέοντας.

 

          Το λιοντάρι από νωρίς εξελίχθηκε σε ένα διακοσμητικό θέμα, ένα σύμβολο περισσότερο με μνημειώδη εμφάνιση παρά με απόδοση της πραγματικότητας. Απέκτησε χθόνια σημασία και συνδέθηκε με τη λατρεία των νεκρών, πάντα ως έμβλημα αξίας και τιμής, κυρίως στα μεγάλου μεγέθους γλυπτά, ενώ λιοντάρια μικρού μεγέθους χαραγμένα σε τάφους θεωρούνταν εμβληματικοί φύλακες του τάφου. Αν συγκρίνουμε π.χ. το λιοντάρι της Αμφίπολης με ένα ζωντανό λιοντάρι, θα δούμε το συμβατικό χαρακτήρα του πέτρινου. Τα πόδια π.χ. του πέτρινου είναι πολύ κοντά για να στηρίξουν το βάρος του κεφαλιού και για το λόγο αυτό ο καλλιτέχνης τα κάνει με μεγάλο όγκο σχετικά με το υπόλοιπο σώμα. Ο καλλιτέχνης δεν σκόπευε να αποδώσει ένα πιστό πορτραίτο ζωντανού ζώου, αλλά ο σκοπός του ήταν να δημιουργήσει μία μορφή η οποία θα υπαινισσόταν τις αρετές που αποδίδονται στο τιμώμενο με το μνημείο αυτό πρόσωπο. Η πραγματική απεικόνιση του ζώου θα μείωνε ίσως το συμβολικό αποτέλεσμα του μνημείου.

Το λιοντάρι της Αμφίπολης ανήκει σε μία σειρά παρόμοιων γλυπτών. Το ζώο κάθεται στα δύο πίσω πόδια του που σχεδόν αγγίζουν τα μπροστινά. Προηγουμένως το λιοντάρι είχε μία στάση κάπως οριζόντια, όπως μπορούμε να το δούμε στα λιοντάρια από τη Δήλο. Αλλά τότε σε μία τέτοια στάση δεν θα ήταν δυνατόν να τοποθετηθεί ένα τόσο επιβλητικό κεφάλι.   Μνημεία με λιοντάρια στην ιστορία της αρχαίας τέχνης υπάρχουν αρκετά, τα γνωρίζουμε όμως δυστυχώς μόνον από περιγραφές, όπως π.χ. το χρυσό λιοντάρι που αφιέρωσε ο Κροίσος στους Δελφούς, ή το λιοντάρι που έστησε ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. Αν συγκρίνει κανείς το Λέοντα της Χαιρώνειας μ΄αυτόν της Αμφίπολης θα εύρισκε σημαντικές διαφορές ως προς την καλλιτεχνική απόδοση και των δύο. Ο Λέοντας της Χαιρώνειας τοποθετήθηκε στον τάφο των Θηβαίων που έπεσαν στη μάχη του 348 π.Χ. όπου οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους νικήθηκαν από τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς στήθηκε, αλλά ως προς την καλλιτεχνική του αξία είναι πολύ κατώτερος από το λέοντα της Αμφίπολης. Οι οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη νότια Ελλάδα ανάγκασαν τους Θηβαίους να βρουν κάποιον δευτέρας διαλογής γλύπτη για να κατασκευάσει το μνημείο. Αντίθετα στην Αμφίπολη τίμησαν όπως έπρεπε έναν από τους συμπατριώτες τους με ένα μνημείο που ανέθεσαν να κατασκευάσει κάποιος γλύπτης ονομαστός στην εποχή του.

Για όσους βλέπουν καλλιτεχνική σπουδαιότητα στην αρχαία γλυπτική ανάλογα με τη χρονολόγηση των έργων θα απογοητεύονταν αν δεχθούμε ότι η χρονολογία του μνημείου  απέχει περισσότερο από έναν αιώνα  από τα χρόνια του Βρασίδα (μέσα 5ου αιώνα – ακμή κλασικής τέχνης)  ως τα χρόνια μετά τον Αλέξανδρο (τέλος 4ου αιώνα).  Θα έπρεπε να θυμούνται ότι στο τέλος του 4ου αιώνα παρατηρείται μία  εξαιρετική άνοδος της καλλιτεχνικής συνεισφοράς της Μακεδονίας και της βορείου Ελλάδας γενικότερα. Ως δείγματα μοναδικά μπορεί κανείς να αναφέρει τη Νίκη της Σαμοθράκης καθώς και σπουδαία γλυπτά από τον σπουδαίο γλύπτη Λύσιππο και το εργαστήριό του.

Εδώ τελειώνει το πόνημα του Broneer. Το γεγονός της αναστήλωσης του Λέοντα ήταν σημαντικό, ωστόσο η εποχή δεν ήταν κατάλληλη για αρχαιολογικές συζητήσεις. Οι εφημερίδες της εποχής ασχολούνται  σχεδόν αποκλειστικά με την επέλαση του Χίτλερ στην Ευρώπη και  με την προετοιμασία της Ελλάδας για την αντιμετώπιση της επερχόμενης λαίλαπας. Ωστόσο μερικές φορές βρισκόταν ένας μικρός χώρος  και για κάποιες διαφορετικές ειδήσεις.

Η αναστήλωση  του Λέοντα τελείωσε το καλοκαίρι του 1937. Στις 31 Αυγούστου του ίδιου έτους, κάποιος δημοσιογράφος, ο Χ.Ν. Αρχοντίδης στέλνει ανταπόκριση από την Αμφίπολη στην εφημερίδα της Θεσσαλονίκης  Μακεδονία και γράφει: « Ημείς όστις είχομεν  ίδει τον της Χαιρωνείας λέοντα αισθανόμεθα ως  συμπλήρωσιν της ευχαριστήσεως την όψιν και σύγκρισιν  των δύο λεόντων… Ο Λέων της Αμφιπόλεως έχει σώμα μέτρων πέντε και τι, ως μοι είπεν ο κ. Παναγιωτάκης, ο δε λέων  της Χαιρωνείας  μόνον τριών μέτρων και τι. Σώμα αληθώς τεράστιον αλλά η αναλογία πιστή. Το δε βλέμμα, το κύριον μαρτύριον της ψυχής , είναι μεν μεγαλόφθαλμον αλλά μάλλον ήρεμον και μέλλον να οργισθεί και επιτεθεί.  Είναι ως τις σκοπός  ήρεμος αλλά προσεκτικός. Αντιθέτως  ο της Χαιρωνείας έχει ήδη λίαν τεταμμένον  το βλέμμα, το σώμα έτοιμον εις σκίρτημα, και την όψιν χαρωπήν. Ο τεχνίτης της Αμφιπόλεως ηθέλησε διά του όγκου και σοβαρού βλέμματος την δύναμιν της πόλεως και τον φύλακος  σκοπόν να εκφράσει. Ο της  Χαιρωνείας ηθέλησε να δείξει την νεανικήν  αλκήν των μελλόντων να φυλάξωσι  δι΄ αγώνος την ελευθερίαν της Ελλάδος. Ο τεράστιος και πολυδάπανος λέων της  Αμφιπόλεως  είναι αναμφισβητήτως  όχι μόνον της δυνάμεως αλλά και του πλούτου της πόλεως μάρυς».  

Το μνημείο τοποθετήθηκε στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα, σε λιγότερο από 5 χιλιόμετρα μακρύτερα από το λόφο Καστά. Στην απέναντι όχθη του ποταμού ήταν η Αμφίπολη. Μέσα σε ένα μεγαλόπρεπο σκηνικό με την αδιάκοπη ροή του ποταμού και τον Άθω στο βάθος, το μνημείο με το λιοντάρι στην κορυφή μοιάζει ταιριαστό με τον περίγυρο. Πάνω από όλα μετράει η συμβολική σημασία του μνημείου, που σαν σιωπηλός φρουρός φυλάγει την περιοχή και συμβολίζει όχι μόνον το θάρρος και τα επιτεύγματα ενός ανθρώπου, το όνομα του οποίου  τιμάται , αλλά συγχρόνως αντανακλά την μεγαλοπρέπεια της πόλης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ασία.  Και σήμερα ακόμη είναι ένα εντυπωσιακό μνημείο,  από τα πιο σημαντικά από τα αρχαία κατάλοιπα σ΄αυτά τα μέρη. 

Η τελευταία εικόνα της σειράς είναι αυτή του χαρτονομίσματος που η Τράπεζα της Ελλάδος  έκοψε το 1942, αξίας  1,000 δραχμών, με τον Λέοντα στη μία όψη του χαρτονομίσματος.

Σόφη Παπαγεωργίου

13 Μαΐου 2015

                              

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ


 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ &
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
(ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ-ΘΡΑΚΗΣ)

 
Ταχ. Διεύθυνση: Διοικητήριο
Τ.Κ.: 541 23, Θεσσαλονίκη
Τηλέφωνο: 2310 379.401-3
email: minister@mathra.gr

 

 

Αξιότιμη ομιλήτρια, αγαπητοί φίλοι και συμπολίτες, δυστυχώς έκτακτες κοινοβουλευτικές υποχρεώσεις δεν μου επιτρέπουν να παραστώ στη σημερινή ομιλία, την οποία σκόπευα να παρακολουθήσω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η μελέτη των αρχαιολογικών ευρημάτων της Αμφίπολης έχει μεγάλη σημασία για την πόλη μας, αλλά και για ολόκληρη τη Μακεδονία και τη Θράκη.

Οι Σέρρες, μέσα από το παγκόσμιο ενδιαφέρον για τα ευρήματα της Αμφίπολης, τοποθετούνται στο επίκεντρο της αρχαιολογικής αναζήτησης και γίνονται γνωστές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Τα αρχαιολογικά αριστουργήματα της Αμφίπολης, όπως ο Λέων της Αμφίπολης, κάτω από των οποίων τη σκιά μεγαλώσαμε οι Σερραίοι, γίνονται τα παγκόσμια σύμβολα ενός τόπου και ενός λαού που μέσα από την διαχρονική του παρουσία έδωσε και έχει πολλά ακόμη να δώσει στην Ανθρωπότητα και τον Πολιτισμό.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε μια εποχή όπως η σημερινή, που η Ελλάδα προσπαθεί να ανακτήσει τη σημαντική της υπόληψη ως τόπος Προόδου και Πολιτισμού και να γίνει το παράδειγμα μιας πιο ανθρωπιστικής προσέγγισης του κοινού Ευρωπαϊκού Οράματος. Και μας τιμά ως ανθρώπους που καταγόμαστε από εκεί, ότι οι Σέρρες πρωτοστατούν σ’ αυτό το σκοπό, έστω και μέσω της συγκυρίας μιας μεγάλης αρχαιολογικής ανακάλυψης.

Στην παρούσα φάση, η Κυβέρνηση, ο Υπουργός κ. Ξυδάκης και όλοι οι σχετικοί φορείς, θεωρούμε προτεραιότητα τη συντήρηση και αναστήλωση στην Αμφίπολη, έργο που έχουν αναλάβει η αρχαιολογική υπηρεσία και οι σχετικοί επιστήμονες, γιατί οφείλουμε πρώτιστα να θωρακίσουμε το σπουδαίο μνημείο, καθώς οποιαδήποτε έστω και μικρή ζημιά αφήσουμε να γίνει εκεί, είναι σαν να κλείνουμε ένα μικρό παράθυρο προς την Ιστορία μας.

Οι κάτοικοι των Σερρών, αλλά και όλοι οι Έλληνες, αυτό που μπορούμε, και επιβάλλεται να πράξουμε, είναι να βοηθήσουμε, ο καθένας από τη θέση του, στην καθαρά επιστημονική προσπάθεια που συνεχίζεται, για την ολιστική προσέγγιση των ευρημάτων της Αμφίπολης. Προσωπικά, δεν ξεχνώ το δέος που νιώθω ως Έλληνας και ως πολίτης των Σερρών, κάθε φορά που επισκέπτομαι τον Λέοντα της Αμφίπολης. Αυτό το δέος, σήμερα ως υφυπουργός με αρμοδιότητα τη Μακεδονία και τη Θράκη, νιώθω να μετατρέπεται στην ευθύνη για να αναδείξουμε όλες τις σοβαρές προσπάθειες για τη προσέγγιση και ερμηνεία του μνημείου.

Γίνεται λοιπόν ξανά επίκαιρη η ρήση του Ευριπίδη, ότι «είναι ευτυχής όποιος μελετά την ιστορία, γιατί αυτός ούτε τους πολίτες παρακινεί στην καταστροφή, ούτε ο ίδιος γίνεται άδικος».

Πραγματικά, επιθυμώ να ανοίξει για όλους σύντομα η Αμφίπολη, για να καταλάβουν όλοι τη σημαντικότητά του μνημείου. Δυστυχώς, χρειάζεται υπομονή μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.

Τον λόγο αυτή τη στιγμή έχουν οι αρχαιολόγοι και ο αρμόδιος υπουργός κ. Ξυδάκης, αλλά και οι εξαιρετικοί μελετητές, όπως η σημερινή ομιλήτρια, κ. Σόφη Παπαγεωργίου, στην οποία αποδίδω τους χαιρετισμούς μου και τις ευχές μου και την ευχαριστώ για την εργασία της πάνω στο σημαντικό αρχαιολογικό εύρημα.

 

Μετά τιμής,


Μαρία Κόλλια-Τσαρουχά
Υφυπουργός Εσωτερικών
& Διοικητικής Ανασυγκρότησης
(Μακεδονίας-Θράκης)